γερακάτος

γερακάτος
-η, -ο [γεράκι]
1. καμπύλος, κυρτός
2. αυτός που θυμίζει γεράκι (α. «μάτια γερακάτα» — έξυπνα σαν τού γερακιού
β. «χρώμα γερακάτο» — σταχτί).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γερακάτος — η, ο αυτός που θυμίζει σε κάτι το γεράκι: Είχε γερακάτο βλέμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγερακάτος — η, ο ο γερακάτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α αθροιστ. + γερακάτος] …   Dictionary of Greek

  • γερακιανός — ή, ό [γεράκι] ο γερακάτος* …   Dictionary of Greek

  • γερακωτός — ή, ό [γεράκι] ο γερακάτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”